Оттянуть στα ελληνικά
Μετάφραση: оттянуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- георгина στα ελληνικά - ντάλια, Dahlia, ντάλιας, νταλιών, Dahlia Το
- демократия στα ελληνικά - δημοκρατία, κοινοπολιτεία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία
- дюжина στα ελληνικά - δωδεκάδα, ντουζίνα, δώδεκα, δεκάδες, δωδεκάδες
- забота στα ελληνικά - ανησυχώ, σκέψη, ενοχλούμαι, ανησυχία, σκοτίζομαι, ταλαιπωρία, κατηγορία, ...
Τυχαίες λέξεις
Оттянуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Μεταφράσεις: εκτείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως