Λέξη: υπόστεγο

Σχετικές λέξεις: υπόστεγο

ξύλινο υπόστεγο, υπόστεγο ορισμός, μεταλλικό υπόστεγο, υπόστεγο 4014, υπόστεγο 4178, υπόστεγο κήπου, υπόστεγο μετράει στη δόμηση, υπόστεγο αεροσκαφών, υπόστεγο αυτοκινήτου, υπόστεγο αργυρούπολη

Συνώνυμα: υπόστεγο

καλύβη, παράπηγμα, αποχωρητήριο, βοηθητικό κτίριο, περίπτερο, κιόσκι, βοηθητικό κτίσμα

Μεταφράσεις: υπόστεγο

υπόστεγο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hut, shed, outbuilding, pavilion, hangar, shelter

υπόστεγο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barraca, rancho, cabaña, casucha, choza, cobertizo, derramar, despojarse de, arrojar, derramada

υπόστεγο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hütte, baracke, Schuppen, vergießen, vergossen, zu vergießen

υπόστεγο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
case, chaumière, hutte, baraque, cabane, baraquement, bicoque, taudis, hangar, abri, cabanon, verser, perdre

υπόστεγο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bicocca, capanna, capannone, perdere, spargere, versare, far

υπόστεγο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
choupana, bagaço, cabana, choça, barraca, verter, derramar, barracão, derramado, derramou

υπόστεγο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loods, hut, barak, stulp, keet, schuur, werpen, vergieten, afwerpen, vergoten

υπόστεγο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изба, куща, барак, избушка, хибара, лачуга, дом, хижина, халупа, курень, хата, пролить, пролил, сарай, проливают, пролили

υπόστεγο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hytte, brakke, skur, felle, kaste, kaster, utgytt

υπόστεγο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koja, kåk, skjul, shed, kasta, sprida, sheden

υπόστεγο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maja, parakki, kota, koju, mökki, pirtti, hökkeli, vaja, vuodattaa, irtoa, vuodattanut, karistanut

υπόστεγο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hytte, kaste, stald, skur, udgydt, kastet

υπόστεγο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
barák, chatrč, bouda, chýše, kůlna, vrhnout, přístřešek, prolévat

υπόστεγο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
budka, szałas, chałupa, buda, chatka, chata, szopa, przelewać, uronić, rzucić

υπόστεγο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fészer, istállót, shed, istállójába, kiontott

υπόστεγο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kulübe, dökmek, hangar, döken, tutacak

υπόστεγο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
халупа, хата, пролити

υπόστεγο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
barakë, kasolle, kolibe, derdh, derdhur, hedhë, të derdhur, derdhet

υπόστεγο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
навес, хвърли, се хвърли, проливат, пролял

υπόστεγο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праліць

υπόστεγο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osmik, hütt, kuur, valatud, heita, shed, varjualusesse

υπόστεγο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kućica, koliba, proliti, prolio, prolivena, prolili, prolijevaju

υπόστεγο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varpa, úthellt, úthella, varpað, að varpa

υπόστεγο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
casa

υπόστεγο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lūšna, mesti, paukštidę, sąsiauris, pralietas, pralieti

υπόστεγο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
būda, nojume, shed, novietnē, novietni

υπόστεγο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колибата, барака, пролеана, пролее, пролева, фрли

υπόστεγο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colibă, vărsa, vărsat, verse, pune, varsat

υπόστεγο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
barák, shed, skladišče, odcepi, v skladišče

υπόστεγο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chata, chatrč, kôlňa, šopa, prístrešok
Τυχαίες λέξεις