Λέξη: πραγματογνωμοσύνη

Σχετικές λέξεις: πραγματογνωμοσύνη

πραγματογνωμοσύνη στα αγγλικά, πραγματογνωμοσύνη english, πραγματογνωμοσύνη μηχανικού, πραγματογνωμοσύνη τεε, πραγματογνωμοσύνη κπολδ, πραγματογνωμοσύνη τροχαίου, πραγματογνωμοσύνη ορισμος, πραγματογνωμοσύνη+αμοιβή, πραγματογνωμοσύνη υποδειγμα, πραγματογνωμοσύνη συνωνυμο

Μεταφράσεις: πραγματογνωμοσύνη

πραγματογνωμοσύνη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expertise, expert, an expert, expert opinion

πραγματογνωμοσύνη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pericia, destreza, experiencia, conocimientos, la experiencia, conocimientos especializados

πραγματογνωμοσύνη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kompetenz, gewandtheit, sachkenntnis, know-how, begutachtung, Fachkenntnisse, Sachverstand, Sachkenntnis, Expertise

πραγματογνωμοσύνη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compétence, expertise, maîtrise, habileté, adresse, expérience, l'expertise, une expertise

πραγματογνωμοσύνη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perizia, competenza, competenze, esperienza, expertise

πραγματογνωμοσύνη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perícia, experiência, conhecimentos, especialização, conhecimento

πραγματογνωμοσύνη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaardigheid, handigheid, bedrevenheid, vlugheid, slag, expertise, deskundigheid, kennis, ervaring, knowhow

πραγματογνωμοσύνη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экспертиза, квалификация, компетенция, опыт, экспертизы, экспертизу, экспертные знания

πραγματογνωμοσύνη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekspertise, kompetanse, kompetansen

πραγματογνωμοσύνη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skicklighet, expertis, sakkunskap, kompetens, kunnande, kunskap

πραγματογνωμοσύνη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taitavuus, asiantuntemus, asiantuntemusta, asiantuntemuksen, osaamista, osaamisen

πραγματογνωμοσύνη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspertise, sagkundskab, viden, kompetencer

πραγματογνωμοσύνη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zručnost, expertiza, odbornost, odborné znalosti, odborných znalostí, zkušenosti, odborné

πραγματογνωμοσύνη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
doświadczenie, umiejętność, ekspertyza, wiedza, fachowość, opinia, expertise, ekspertyzy

πραγματογνωμοσύνη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakvélemény, szakértelem, szakértelemmel, expertise, szakértelmet

πραγματογνωμοσύνη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzmanlık, uzmanlığı, ekspertiz, uzman, uzmanlığımız

πραγματογνωμοσύνη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
компетенція, кваліфікація, експертиза, експертизу, експертизи

πραγματογνωμοσύνη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekspertizë, ekspertiza, ekspertizës, ekspertizën, ekspertiza e

πραγματογνωμοσύνη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експертиза, опит, експертни, експертен опит, експертни познания

πραγματογνωμοσύνη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адрас, экспертыза, экспэртыза

πραγματογνωμοσύνη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ekspertiis, kogemused, asjatundlikkus, ekspertiisi, asjatundlikkust, eriteadmisi

πραγματογνωμοσύνη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stručnosti, stručnost, vještačenje, ekspertize, ekspertiza, znanje

πραγματογνωμοσύνη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sérþekkingu, sérþekking, þekkingu, sérfræðiþekkingu, þekking

πραγματογνωμοσύνη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekspertizė, patirtis, kompetencija, patirties, patirtį

πραγματογνωμοσύνη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekspertīze, zināšanas, pieredze, kompetence, ekspertīzi

πραγματογνωμοσύνη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
експертиза, стручност, експертизата, стручноста, експертиза за

πραγματογνωμοσύνη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
expertiza, expertiză, expertizei, experiență, experiența

πραγματογνωμοσύνη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znanje, Strokovno znanje, strokovnost, strokovnega znanja, strokovno znanje in izkušnje

πραγματογνωμοσύνη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odbornosť, odborné znalosti, odbornosti, odborné skúsenosti, odborné
Τυχαίες λέξεις