Оформить στα ελληνικά
Μετάφραση: оформить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβεβαιώνω, σχεδιασμός, επιβεβαιώνω, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
Μεταφράσεις
- вельзевул στα ελληνικά - Βελζεβούλ, Βεελζεβούλ, ο Βεελζεβούλ, τον Βεελζεβούλ, του Βεελζεβούλ
- вложить στα ελληνικά - φτιάχνω, εξαναγκάζω, περικλείω, κατασκευάζω, εξουσιοδοτούμαι, συμπεραίνομαι, κάνω, ...
- гарпун στα ελληνικά - σιδερένιος, σιδερώνω, λόγχη, δόρυ, καμάκι, με καμάκι, καμάκι για, ...
- досрочный στα ελληνικά - νωρίς, πρώιμος, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Τυχαίες λέξεις
Оформить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, σχεδιασμός, επιβεβαιώνω, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, σχεδιασμός, επιβεβαιώνω, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης