Λέξη: επικαλούμαι
Σχετικές λέξεις: επικαλούμαι
επικαλούμαι αρχικοι χρονοι, επικαλούμαι ορισμος, επικαλούμαι μετάφραση, επικαλούμαι ανύπαρκτους κινδύνους, επικαλούμαι ετυμολογία, επικαλούμαι σημασια, επικαλούμαι english, επικαλούμαι λεξικο, επικαλούμαι συνώνυμα, επικαλούμαι κλίση
Συνώνυμα: επικαλούμαι
προκαλώ, πλάθω, αναπολώ
Μεταφράσεις: επικαλούμαι
επικαλούμαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invoke, call upon, conjure up, evoke, I refer
επικαλούμαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
evocar, invocar, invocar la, invoque, invocar a, invocar el
επικαλούμαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
enthält, aufrufen, berufen, aufzurufen, rufen, rufen Sie
επικαλούμαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contremander, invoquent, convoquer, invoquez, évoquer, appeler, occasionner, invoquer, révoquer, provoquer, engendrer, invoquons, rétracter, susciter, rappeler, prévaloir, invoquer la
επικαλούμαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invocare, richiamare, valere, avviare, far valere
επικαλούμαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invoque, invocar, factura, chamar, invocam, invoco, invocar o
επικαλούμαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanroepen, inroepen, beroepen, te roepen, beroep doen
επικαλούμαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умолять, вызывать, призывать, заклинать, взывать, вызвать, ссылаться, вызова, ссылаться на
επικαλούμαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påkalle, påberope, påberope seg, starte, påkaller
επικαλούμαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åkalla, åberopa, anropa, åberopar, åberopat
επικαλούμαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loihtia, vedota, vetoavat, turvautua, vetoa, herättää
επικαλούμαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
påberåbe, påberåbe sig, indlede, paaberaabe sig, paaberaabe
επικαλούμαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyvolávat, odvolávat, vyvolat, vyzývat, svolávat, vzývat, odvolat se, dovolávat, vyvolání
επικαλούμαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przywoływać, wzywać, powołać, powoływać, odwołać, wywoływać, odwoływać, odwołać się, wywołać, powoływać się
επικαλούμαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hivatkozhat, hivatkozhatnak, hivatkozni, hivatkoznak, hivatkozik
επικαλούμαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çağırmak, invoke, başlatmak, çağırabilirsiniz, çağırır
επικαλούμαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
накладні, викликати, спричиняти, викликатиме
επικαλούμαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i kërkoj, bëj thirrje, thirret, kërkoj, adhurojnë
επικαλούμαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
призовавам, позове, се позове, позове на, се позове на
επικαλούμαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выклікаць
επικαλούμαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
manama, tugineda, viidata, toetuda, viitavad, tuginevad
επικαλούμαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dozivati, prizvati, zazivati, pozvati na, zazivaju
επικαλούμαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákalla, beita, borið, vísa, borið fyrir sig
επικαλούμαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
remtis, taikyti, pasinaudoti, pasitelkti, pasiremti
επικαλούμαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piesaukt, atsaukties, izmantot, atsaukties uz, atsaucas
επικαλούμαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повика на, се повикуваат, се повика, да се повика, повикуваат на
επικαλούμαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
invoca, invoce, invocă, a invoca, invocarea
επικαλούμαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sklicevati, sklicevati na, sklicuje na, uveljavljal, sklicevala
επικαλούμαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odvolať, zrušiť, odvolať sa, odvolanie, odvolávať
Τυχαίες λέξεις