Охватывающий στα ελληνικά

Μετάφραση: охватывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
Охватывающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • врожденный στα ελληνικά - ντόπιος, ιθαγενής, εκ γενετής, συγγενή, συγγενείς, συγγενών, συγγενής
  • градуировка στα ελληνικά - αποφοίτηση, αποφοίτησή, την αποφοίτησή, την αποφοίτηση, βαθμολόγηση
  • ежиться στα ελληνικά - συστέλλω, ανατριχίλα, συρρικνώνομαι, μπαίνω, τουρτουρίζω, ριγώ, συρρικνωθεί, ...
  • заверить στα ελληνικά - διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
Τυχαίες λέξεις
Охватывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά