Λέξη: αναρρόφηση

Σχετικές λέξεις: αναρρόφηση

αναρρόφηση τροφής, αναρρόφηση στον ύπνο, αναρρόφηση τιμη, αναρρόφηση λαδιου, αναρρόφηση νερου, αναρρόφηση τι ειναι, αναρρόφηση σε μωρο, αναρρόφηση βρογχικών εκκρίσεων, αναρρόφηση εμβρύου, αναρρόφηση εμετού

Συνώνυμα: αναρρόφηση

εκμύζηση, απορρόφηση

Μεταφράσεις: αναρρόφηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suction, aspiration, aspirated, sucking, aspirate
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
succión, aspiración, de succión, de aspiración, la succión
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsaugen, saugwirkung, saugfähigkeit, sog, Sog, Saugwirkung, Saug-, Saug, Absaugung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aspiration, succion, d'aspiration, l'aspiration
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aspirazione, di aspirazione, aspirante, d'aspirazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sucção, aspiração, de sucção, de aspiração, sucção de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiging, zuigkracht, zuig, zuig-, afzuiging
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сосание, всасывание, присасывание, приём, всасывающий, всасывания, всасывающего, всасывающей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
suge, sug, suging, sugekraft
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sugning, sug, sugs, insugnings, insug
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imeminen, imu, imu-, imun, imulla, imua
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sugning, suge, sug, suge-, suges
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vysání, sání, sací, sacího, odsávací, odsávání
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasysanie, wysysanie, ssanie, ssania, ssący, ssąca, zasysania
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szivattyúzás, szívás, szívó, elszívó, szívási, szívó-
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emme, emiş, emici, vakum
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смоктання, усмоктування, ссання, всмоктуючий, всмоктувальний, усмоктувальний, всмоктує, що всмоктує
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thithje, thithjes, thithje të, thithje e, thithës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
всмукване, всмукателен, засмукване, изсмукване, смукателния
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
всасывать, ўсмоктвае, які ўсмоктвае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
imemine, imamine, imemise, vaakumfiltreerimise, vaakumfiltreeritakse, äraveo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
usisavanje, usisni, sisanje, usisna, usisne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sog, sogi, loftsogi, sem sogi, með loftsogi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siurbimas, įsiurbimas, siurbimo, įsiurbimo, nusiurbiant
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zīšana, iesūkšanas, sūkšanas, velkmes, suction, sūknēšanas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вшмукување, шмукање, вшмукателната, приливна, за вшмукување
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aspirație, de aspirație, aspirare, de aspirare, aspiratie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sání, sesalno, sesalna, sesanje, sesalni, sesanja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sanie, sania, nasávania, nasávanie, saní

Στατιστικά δημοτικότητας: αναρρόφηση

Τυχαίες λέξεις