Λέξη: ωριμότητα
Σχετικές λέξεις: ωριμότητα
ωριμότητα ανωριμότητα, ωριμότητα ορισμός, ωριμότητα ψυχολογία, σχολική ετοιμότητα, ωριμότητα πλακούντα, ωριμότητα συνώνυμο, επαγγελματική ωριμότητα, ωριμότητα έργου, ωριμότητα παιδιού, πνευματική ωριμότητα
Συνώνυμα: ωριμότητα
λήξη, ωριμότης
Μεταφράσεις: ωριμότητα
ωριμότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maturity, ripeness, maturity of, mature
ωριμότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sazón, madurez, vencimiento, la madurez, de vencimiento, maduración
ωριμότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fälligkeit, reife, Reife, Fälligkeit, Laufzeit
ωριμότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
échéance, mure, maturité, mûre, l'échéance, la maturité, durée
ωριμότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maturità, scadenza, durata, maturazione, la maturità
ωριμότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maturidade, vencimento, prazo, a maturidade, o vencimento
ωριμότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rijpheid, vervaldag, looptijd, volwassenheid, vervaldatum
ωριμότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завершенность, зрелость, возмужалость, срок погашения, погашения, зрелости, срок
ωριμότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
modenhet, løpetid, forfall, forfalls
ωριμότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mognad, löptid, förfall, löptiden, förfallodagen
ωριμότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kypsyys, erääntyminen, maturiteetti, juoksuaika, maturiteetin, maturiteetin mukaan
ωριμότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
modenhed, løbetid, udløb, løbetiden, løbetid på
ωριμότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyspělost, splatnost, dospělost, splatnosti, splatností, zralost, doba splatnosti
ωριμότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dorosłość, płatność, dojrzałość, termin płatności, zapadalności, dojrzałości, termin zapadalności
ωριμότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érettség, lejárat, lejáratig, lejárata, futamidő
ωριμότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vade, vadesi, vadeli, olgunluk, vadeye
ωριμότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зрілість, стиглість
ωριμότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjekuri, maturimit, maturimi, pjekuria, pjekurinë
ωριμότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
падеж, зрелост, матуритет, падежа, зрялост
ωριμότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сталасць, спеласць, сталасьць, сьпеласьць, сталасці
ωριμότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küpsus, tähtajaga, lõpptähtaeg, küpsuse, tähtaeg on
ωριμότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dospijeće, ročnost, istek, završenost, zrelost, dospijeća, zrelosti, rok dospijeća
ωριμότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þroski, þroska, gjalddaga, lánstími, gjalddagi
ωριμότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
terminas, brandos, termino, branda, terminą
ωριμότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
briedums, termiņš, termiņu, brieduma, dzēšanas
ωριμότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зрелост, доспевање, рок на достасување, достасување, доспеаност
ωριμότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scadență, maturitate, scadența, maturitatea, scadenta
ωριμότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zapadlosti, zapadlost, zrelost, dospelost, dospelosti
ωριμότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
splatnosť, splatnosti, splatnosťou, doba splatnosti, splatnosi
Τυχαίες λέξεις