Очковтиратель στα ελληνικά
Μετάφραση: очковтиратель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντόμπρος, ευθύς, μπλόφα, ochkovtiratel
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- басить στα ελληνικά - κρένω, μιλώ, basit, Μπασίτ
- витать στα ελληνικά - ύψη, ανεβαίνουν, πετάξει στα ύψη, πετούν στα ύψη, να πετάξει στα ύψη
- вознаграждающий στα ελληνικά - αποδοτικός, επικερδής, ανταμειπτικός, αποδοτικές, κερδοφόρες, αμειβόμενη
- глобулярный στα ελληνικά - σφαιρικός, σφαιροειδής, σφαιρικό, σφαιρικά, σφαιρικές
Τυχαίες λέξεις
Очковтиратель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντόμπρος, ευθύς, μπλόφα, ochkovtiratel
Μεταφράσεις: ντόμπρος, ευθύς, μπλόφα, ochkovtiratel