Параллельный στα ελληνικά
Μετάφραση: параллельный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόμα, ίσος, παράλληλος, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вбежать στα ελληνικά - τρέχω, βιασύνη, ορμή, τρέξει σε, τρέχει σε, αντιμετωπίσετε, συναντήσει, ...
- воздухоплавательный στα ελληνικά - αεροναυπηγικής, της αεροναυπηγικής, αεροναυπηγικών, αεροναυπηγικούς, αεροναυπηγικό
- вытертый στα ελληνικά - ξεφτισμένος, πτωχικός, φθαρμένο, φθαρμένα, τετριμμένα
- гласный στα ελληνικά - κοινός, φωνήεν, φωνήεντος, φωνηέντων, το φωνήεν, φωνήεντα
Τυχαίες λέξεις
Параллельный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόμα, ίσος, παράλληλος, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες
Μεταφράσεις: ακόμα, ίσος, παράλληλος, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες