Λέξη: αμμωνία

Σχετικές λέξεις: αμμωνία

αμμωνία στο αίμα, αμμωνία υγρή, αμμωνία στα ούρα, αμμωνία για τσιμπήματα, αμμωνία ιδιότητες, αμμωνία μαγειρική, αμμωνία στο νερό, αμμωνία φούρνος, αμμωνία στο ενυδρείο, αμμωνία διττανθρακική

Μεταφράσεις: αμμωνία

αμμωνία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ammonia, ammonia is, ammonium

αμμωνία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amoníaco, amoniaco, amonıaco, de amoníaco, de amoniaco

αμμωνία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ammoniak, Ammoniak, Ammoniaks, von Ammoniak

αμμωνία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ammoniaque, ammoniac, l'ammoniac, l'ammoniaque, d'ammoniac

αμμωνία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammoniaca, di ammoniaca, l'ammoniaca, dell'ammoniaca, ammoniacale

αμμωνία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amônia, amoníaco, amónia, de amônia, de amoníaco

αμμωνία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ammonia, ammoniak, van ammoniak

αμμωνία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аммиак, аммиака, аммиаком

αμμωνία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ammoniakk, av ammoniakk, ammoniakken

αμμωνία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ammoniak, ammoniaken, av ammoniak

αμμωνία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammoniakki, ammoniakin, ammoniakkia, ammoniakilla, ammoniakista

αμμωνία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ammoniak, af ammoniak, ammoniakken, ammoniakopløsning

αμμωνία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čpavek, amoniak, amoniaku, čpavku, amoniakem

αμμωνία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
amoniak, amoniaku, amoniakiem

αμμωνία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ammónia, ammóniát, ammóniával, az ammónia

αμμωνία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amonyak, amonyum, amonyağın, ammonia

αμμωνία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аміак

αμμωνία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
amoniak, amoniakut, amoniaku, e amoniakut, të amoniakut

αμμωνία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
амоняк, на амоняк, амонячен, амоняка

αμμωνία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аміяк

αμμωνία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ammoniaak, ammoniaagi, ammoniaagiga, ammoniaaki, ammoniaagist

αμμωνία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
amonijak, salmijak, amonijaka, amonijakom, amonij

αμμωνία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ammoníak, ammóníaki, ammóníak, ammóníakslausn, ammonla

αμμωνία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
amoniakas, amoniako, amoniaką, amoniakinis, amoniaku

αμμωνία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
amonjaks, amonjaka, amonjaku, amonija, amoniju

αμμωνία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
амонијак, амонијакот, на амонијак, амоњак, амониум

αμμωνία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amoniac, de amoniac, amoniacului, amoniacul, amoniu

αμμωνία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
amoniak, amoniaka, amonijak, amonijaka

αμμωνία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
amoniak, báze amoniak, amoniaku, čpavok, na báze amoniak

Στατιστικά δημοτικότητας: αμμωνία

Τυχαίες λέξεις