Λέξη: καπάκι
Σχετικές λέξεις: καπάκι
καπάκι λεκάνης, καπάκι λεκάνης ideal standard, καπάκι χύτρας fissler, καπάκι πανόρμου, καπάκι τουαλέτας, καπάκι μπαταρίας sony xperia m, καπάκι μπαταρίας iphone 4, καπάκι κατσαρόλας, καπάκι πλατεία αγίας ειρήνης, καπάκι λεκάνης ideal standard bahama
Συνώνυμα: καπάκι
κάλυμμα, πώμα, τάπα, καπέλο, κάψουλα, σκέπασμα, βλέφαρο
Μεταφράσεις: καπάκι
καπάκι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lid, cap, cover, the lid, top
καπάκι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
párpado, tapadera, tapa, la tapa, tapa de, tapa del, de tapa
καπάκι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lid, deckel, augenlid, topfdeckel, hut, Deckel, Deckels
καπάκι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couvercle, paupière, chapeau, couverture, le couvercle, capot, couvercle de
καπάκι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calotta, coperchio, palpebra, il coperchio, coperchio del, del coperchio, coperchio di
καπάκι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tampa, pálpebra, sombreiro, chapéu, lamber, tampa do, tampa de, tampa da, a tampa
καπάκι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deksel, omslag, hoed, bedekking, kaft, ooglid, klep, deksel van, het deksel, lid
καπάκι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шляпа, колпак, крышка, курган, шлем, павиан, веко, пастораль, запрет, покрышка, крышки, крышку, крышкой, крышке
καπάκι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øyelokk, deksel, lokk, lokket, dekselet
καπάκι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ögonlock, lock, locket
καπάκι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luomi, hattu, kansi, kannen, kantta, kannella, kanteen
καπάκι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
låg, øjenlåg, låget, dækslet, lågets
καπάκι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
víčko, příklop, poklička, klapka, víko, poklice, víka, víkem, kryt
καπάκι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przykrywka, pokrywka, przykrywa, kłamstwo, pokrywa, dekiel, wieko, powieka, wieczko
καπάκι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ékfa, szemhéj, ácsolat-ék, fedél, fedelet, fedelét, fedő, fedéllel
καπάκι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapak, şapka, kapağı, kapağını, kapaklı, kapağının
καπάκι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліктор, кришка, кришку
καπάκι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapak, kapaku, kapak të, lid, kapelë
καπάκι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капак, капака, на капака, LID
καπάκι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капялюш, вечка, крышка, канцы, накрыўка
καπάκι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laug, kaas, kaane, kaanega, kaant, lid
καπάκι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapak, poklopac, LID, poklopca, pokrov
καπάκι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlemmur, hleri, lok, loki, lokið, lokinu, loks
καπάκι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vokas, skrybėlė, viršus, dangtis, dangtelis, dangtį, dangčio, dangtelį
καπάκι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plakstiņš, platmale, plaksts, vāks, cepure, vāku, lid, pārsegā, vāka
καπάκι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капак, капакот, на капакот, го капакот, капакот на
καπάκι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capac, pleoapă, pălărie, capacul, capacului, capac de, de capac
καπάκι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pokrov, pokrova, pokrovom, pokrovu, pokrovček
καπάκι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
viečko, veko, kryt, uzáver, vrchnák
Στατιστικά δημοτικότητας: καπάκι
Τυχαίες λέξεις