Пена στα ελληνικά
Μετάφραση: пена, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλίτσα, κρέμα, αφρίζω, ζύμη, μαγιά, αφρός, αφρού, αφρό, αφρώδες, αφρώδους
Μεταφράσεις
- безоблачный στα ελληνικά - ατάραχος, γαλήνιος, αίθριος, χωρίς σύννεφα, καθαρός, ασυννέφιαστο, έντονη Τοπικές
- бондарить στα ελληνικά - βαγενάς, βαρελάς, Bondar, Bondar θα
- ваниль στα ελληνικά - βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
- венок στα ελληνικά - στέμμα, κορώνα, στεφάνι, θήκη, κορόνα, το στεφάνι, στεφανιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Пена στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλίτσα, κρέμα, αφρίζω, ζύμη, μαγιά, αφρός, αφρού, αφρό, αφρώδες, αφρώδους
Μεταφράσεις: γλίτσα, κρέμα, αφρίζω, ζύμη, μαγιά, αφρός, αφρού, αφρό, αφρώδες, αφρώδους