Λέξη: διαψεύδω

Σχετικές λέξεις: διαψεύδω

διαψεύδω αγγλικά, διαψεύδω αντίθετο, διαψεύδω αρχικοι χρονοι, διαψεύδω μετάφραση, διαψεύδω στα αγγλικά, διαψεύδω συνώνυμο, διαψεύδω english

Συνώνυμα: διαψεύδω

διαστρέφω, νικώ, ματαιώ, καταβάλλω, ανασκευάζω, αναιρώ, αντικρούω, αρνούμαι, αντιλέγω, αντιμιλώ, αντιφάσκω

Μεταφράσεις: διαψεύδω

διαψεύδω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contradict, gainsay, refute, belie

διαψεύδω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contradecir, repugnar, negar, gainsay, contradecirlo, contradecir a

διαψεύδω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
negieren, widersprechen, leugnen, bestreiten, gainsay, zu widersprechen

διαψεύδω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contredisent, dédire, contredisons, contredire, nier, contester, démentir, dénier, disconvenir, démentez, contrarier, démentons, désavouer, démentent

διαψεύδω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contraddire, negare, contraddirlo, negarlo, gainsay

διαψεύδω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desmentir, desdizer, contradizer, negar, gainsay, contradizê

διαψεύδω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tegenspreken, ontkennen, tegen te spreken, weerspreken, weerlegging van

διαψεύδω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возразить, оспаривать, отрицать, противоречить, перечить, оспорить, опровергать, возражать, прекословить, отрицает

διαψεύδω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
motsi, frakjenne dem, frakjenne

διαψεύδω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
motsäga, motsäger, bestrida, förneka, säga emot

διαψεύδω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kieltää, kiistää, kiistämiseksi, ristiriidassa myöskään niiden, ristiriidassa myöskään

διαψεύδω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
modsige, bortforklare, til skamme

διαψεύδω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
popřít, vyvracet, odporovat, odmlouvat, popírat

διαψεύδω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzeciwiać, zaprzeczyć, odmówić, zaprzeczać, przeczyć, kwestionować, przemawia przeciw

διαψεύδω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellentmond, mond ellent, ellenszegülni, ellentmondani

διαψεύδω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalanlama, inkâr etmek, karşı çıkmaya, kabul etmemek, inkâr, itiraz etmek

διαψεύδω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спростовувати, заперечте, суперечити, суперечитиме, суперечитимуть, перечити, суперечить

διαψεύδω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kundërshtoj, kundërshtojnë, kundërshtojnë ose, mohoj, të kundërshtoj

διαψεύδω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оспорвам, отричам, противостоят, противоречат, отрече

διαψεύδω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супярэчыць, пярэчыць

διαψεύδω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Keelata, ümberlükkavat

διαψεύδω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proturječan, proturječiti, osporavati, poreći, proturječi, poricati

διαψεύδω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gainsay

διαψεύδω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieštarauti, paneigti, Nepažeisti, Neigia, neigti

διαψεύδω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noliegt, runāt pretī

διαψεύδω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
gainsay

διαψεύδω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
contrazice, nega, dezminți, tăgădui, pune la îndoială

διαψεύδω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ugovarjati, Proturječiti

διαψεύδω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odporovať, rozpore, v rozpore, rozpore s, v rozpore s
Τυχαίες λέξεις