Перегревать στα ελληνικά
Μετάφραση: перегревать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμόζω, υπερθερμαίνομαι, γίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν
Μεταφράσεις
- бледно στα ελληνικά - δίκαια, αρκούντως, αχνά, ασθενώς, ελαφρώς
- горница στα ελληνικά - κοιλότητα, θαλάμη, θάλαμος, Gornitsa
- допущение στα ελληνικά - παραδοχή, επίδομα, υπόθεση, επιχορήγηση, είσοδος, ομολογία, ανάληψη, ...
- заборный στα ελληνικά - χυδαίος, αγροίκος, πρόστυχος, χονδροειδής, βάναυσος, φράκτης, φράχτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Перегревать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμόζω, υπερθερμαίνομαι, γίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν
Μεταφράσεις: αρμόζω, υπερθερμαίνομαι, γίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν