Λέξη: πιστόνι

Σχετικές λέξεις: πιστόνι

πιστόνι για κρυπτον ρ, πιστόνι για kart, πιστόνι για crypton x, πιστόνι wiki

Μεταφράσεις: πιστόνι

πιστόνι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
piston, a piston, the piston, piston is

πιστόνι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pistón, émbolo, de pistón, del pistón, pistón de

πιστόνι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kolben, Kolben, Kolbens

πιστόνι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
piston, pistons, piston de, le piston, à piston

πιστόνι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stantuffo, pistone, del pistone, pistoni, a pistone

πιστόνι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pistão, pistola, êmbolo, de pistão, do pistão, de êmbolo

πιστόνι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiger, piston, de zuiger, zuigers, zuiger-

πιστόνι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пистон, поршень, клапан, плунжер, поршня, поршневой, поршневые, поршневого

πιστόνι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stempel, stempelet, stemplet, stempels

πιστόνι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kolv, kolven, kolvens

πιστόνι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mäntä, männän, mäntää, mäntään

πιστόνι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stempel, stemplet, stemplets

πιστόνι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
píst, pístu, pístové, pístní, pístem

πιστόνι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prasa, recenzja, tłok, tłoczek, tłoka, tłokowe, tłokowy

πιστόνι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
regiszterszelep, játszószelep, dugattyú, dugattyús, dugattyút, dugattyúval

πιστόνι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
piston, pistonlu, pistonu, pistonun

πιστόνι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пістолети, поршень

πιστόνι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
piston, pistoni, me piston, pistoni i, pistonit

πιστόνι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бутало, буталата, буталния, бутален, бутални

πιστόνι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
поршань, поршень

πιστόνι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kolb, kolvi, kolbi, kolbmootoriga, kolviga

πιστόνι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ventil, klip, klipa, klipni, klipnih, klipna

πιστόνι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stimpla, bullu, bullan, stimpillinn, bulla

πιστόνι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stūmoklis, stūmoklio, stūmoklių, stūmokliniu, stūmoklinis

πιστόνι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virzulis, virzuļa, virzuļu, virzuli, virzuļmotoru

πιστόνι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клипот, клипни, клип, клипен, со клип

πιστόνι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
piston, pistonului, cu piston, de piston, pistonul

πιστόνι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pst, bat, bata, piston, batni, batne

πιστόνι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
piest, piestu, piestom
Τυχαίες λέξεις