Передоверять στα ελληνικά
Μετάφραση: передоверять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβίβαση, μετατάσσω, μεταγράφω, μετάθεση, υπεργολαβία, υπεργολαβίας, σύμβαση υπεργολαβίας, υπεργολαβια, με υπεργολαβια
Μεταφράσεις
- апеллирующий στα ελληνικά - αναιρεσείουσα, αναιρεσείων, αναιρεσείουσας, αναιρεσείοντος, προσφεύγουσα
- батут στα ελληνικά - σουμιές, τραμπολίνο, το τραμπολίνο, τραμπολίνα, τραμπολίνου
- валлийка στα ελληνικά - δεν πληρώνω τα οφειλόμενα, Ουαλίας, Welsh, ουαλική, Ουαλικά
- вполне στα ελληνικά - τελείως, όλα, πλήρως, σωματικά, πλούσια, απόλυτος, δεόντως, ...
Τυχαίες λέξεις
Передоверять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβίβαση, μετατάσσω, μεταγράφω, μετάθεση, υπεργολαβία, υπεργολαβίας, σύμβαση υπεργολαβίας, υπεργολαβια, με υπεργολαβια
Μεταφράσεις: μεταβίβαση, μετατάσσω, μεταγράφω, μετάθεση, υπεργολαβία, υπεργολαβίας, σύμβαση υπεργολαβίας, υπεργολαβια, με υπεργολαβια