Λέξη: αρνησικυρία

Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία

αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία

Συνώνυμα: αρνησικυρία

βέτο

Μεταφράσεις: αρνησικυρία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
veto, a veto, veto is, the veto, veto shall
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
veto, vedar, de veto, el veto, derecho de veto, veto de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veto, verbieten, einspruchsrecht, einspruch, Veto, Vetorecht, Vetos
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prohibition, prohiber, défendre, veto, interdire, interdiction, défense, droit de veto, véto, de veto, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proibire, veto, divieto, vietare, di veto, diritto di veto, il veto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vetar, veto, veste, colete, de veto, direito de veto, o veto
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veto, vetorecht, veto van, het veto, vetorechten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запрещать, запрет, воспрещение, вето, воспретить, запретить, право вето, права вето, правом вето
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veto, vetorett, kandidat veto, vetoretten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
veto, vetorätt, vetorätten, vetot
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kieltää, veto-oikeus, evätä, veto
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
veto, forbyde, vetoret, nedlægge veto, vetoretten, at nedlægge veto
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakázat, zákaz, zakazovat, veto, veta, právo veta, vetovat
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakazywać, zakaz, weto, wetować, veto, weta, weto w
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vétójog, vétó, vétót, veto, megvétózza
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
veto, olumsuz veto, vetosu, veto hakkı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вето
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veto, vetoja, vetos, veton, vetoja e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вето, на вето, право на вето, ветото, вето на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абараняць, вета, вэта
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keelustama, keeld, veto, vetoõigust, vetoõiguse, vetoõigus, vetot
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
veto, veta, pravo veta, staviti veto
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
neitunarvald, vetoið, Veto
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veto, vetuoti, veto teisė, veto teisę, suteikiama veto
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neatļaut, aizliegt, veto, veto tiesības, veto lietota, aizliegums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вето, ветото, право на вето, стави вето, правото на вето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
veto, de veto, drept de veto, dreptul de veto
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veto, veta, vetu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zákaz, veto, veta, právo veta, vetu
Τυχαίες λέξεις