Переигрывать στα ελληνικά
Μετάφραση: переигрывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έργο, παίζω, παριστάνω, ξαναπαίζω, επανάληψη, replay, αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, επανάληψης
Μεταφράσεις
- безволие στα ελληνικά - έλλειψη βούλησης, έλλειψη θέλησης, έλλειψης βούλησης, η έλλειψη βούλησης, την έλλειψη βούλησης
- веление στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
- гантели στα ελληνικά - αλτήρες, βάρη, dumbbells, βαράκια, αλτήρων
- ежечасно στα ελληνικά - ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο
Τυχαίες λέξεις
Переигрывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έργο, παίζω, παριστάνω, ξαναπαίζω, επανάληψη, replay, αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, επανάληψης
Μεταφράσεις: έργο, παίζω, παριστάνω, ξαναπαίζω, επανάληψη, replay, αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, επανάληψης