Переосвидетельствоваться στα ελληνικά
Μετάφραση: переосвидетельствоваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, διανύω, βρίσκομαι, εξετάζω πάλι, επανεξετάσει, επανεξετάζει, επανεξετάσουν, επανεξετάσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волна στα ελληνικά - πέλαγος, κύμα, μπικουτί, θάλασσα, κύματος, κυμάτων, κύματα, ...
- выкраивать στα ελληνικά - εύρημα, βρίσκω, ανεύρεση, κόβω, κοπεί, κομμένες, κόψτε, ...
- гранильный στα ελληνικά - λιθοχαράκτης, λιθόγλυφος, επιγραμματικό, επεξεργαστής πολύτιμων λίθων, λακωνικά
- долой στα ελληνικά - μακριά, μακριά από, από, εκτός, off
Τυχαίες λέξεις
Переосвидетельствоваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, διανύω, βρίσκομαι, εξετάζω πάλι, επανεξετάσει, επανεξετάζει, επανεξετάσουν, επανεξετάσουμε
Μεταφράσεις: είμαι, διανύω, βρίσκομαι, εξετάζω πάλι, επανεξετάσει, επανεξετάζει, επανεξετάσουν, επανεξετάσουμε