Перерисовывать στα ελληνικά
Μετάφραση: перерисовывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, κλήρωση και πάλι, επιστήσω και πάλι, επιστήσω και πάλι την, σχεδιάστε ξανά, εφιστά ξανά την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспроволочный στα ελληνικά - ασύρματο, ασύρματος, ασύρματη, ασύρματου, ασύρματης
- вогнутость στα ελληνικά - κοιλότητα, κοίλωμα, κοιλότητα που, βαθούλωμα, κοιλάνσεως
- детоубийство στα ελληνικά - βρεφοκτονία, παιδοκτονίας, την παιδοκτονία, η παιδοκτονία, η βρεφοκτονία
- жернов στα ελληνικά - ακόνι, μυλόπετρα, μυλόπετρας, millstone, θηλιά, μυλόλιθος
Τυχαίες λέξεις
Перерисовывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, κλήρωση και πάλι, επιστήσω και πάλι, επιστήσω και πάλι την, σχεδιάστε ξανά, εφιστά ξανά την
Μεταφράσεις: αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, κλήρωση και πάλι, επιστήσω και πάλι, επιστήσω και πάλι την, σχεδιάστε ξανά, εφιστά ξανά την