Λέξη: βάμμα

Σχετικές λέξεις: βάμμα

βάμμα θυμαριού, βάμμα λουίζας, βάμμα καρυδιού, βάμμα ιωδίου, βάμμα του ηλιοτροπίου, βαμμα εχινάκειας, βάμμα πρόπολης, βάμμα τσουκνίδας, βάμμα σκόρδου, βάμμα ρίγανης

Συνώνυμα: βάμμα

χροιά, μυρωδιά, βαφή, διάλυση φάρμακου

Μεταφράσεις: βάμμα

βάμμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tincture, tincture of, a tincture, of tincture

βάμμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tintura, tinte, tintura de, la tintura, de tintura

βάμμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schattierung, nuance, tinktur, farbton, Tinktur, Urtinktur, tincture

βάμμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
essence, teinture, coloration, soupçon, teinte, nuance, la teinture, teinture mère, de teinture, teinture de

βάμμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sfumatura, tinta, tintura, colorazione, tintura di, la tintura, di tintura

βάμμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
matiz, tintura, tincture, tintura de, de tintura

βάμμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schakering, nuance, nuancering, tinctuur, tint, tincture

βάμμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
настойка, примесь, оттенок, тинктура, настойку, настойки, настой, настойкой

βάμμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjær, tinktur, anstrøk, skjr, tinkturen

βάμμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nyans, tinktur, tincture, tinkturen

βάμμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väri, tinktuura, perusliuosta, uutetta, tincture

βάμμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nuance, tinktur, tincture, grundtinkturen, Tinkturen

βάμμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tinktura, výtažek, zabarvení, nádech, odstín, tinktura z, tinkturu, tinktury, bylinného

βάμμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nalewka, odcień, wyciąg, roztwór, tynktura, domieszka, odrobina, hubka, nalewki, Nalewka z, tincture, nalewkę

βάμμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tinktúra, mellékíz, színez, tinktúrát, törzsoldat, oldat

βάμμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tentür, tentürü, tentürleri, tincture

βάμμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відтінок, розчин, настойка, настоянка

βάμμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tretësirë, nuancë, gjurmë, tretësirë e, nuancë e

βάμμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тинктура, тинктура от, настойка, тинктурата

βάμμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настойка, настойкі, настойкай, настой

βάμμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tinktuur, tinktuuri, Tinktuura, emalahusele, emalahusele või

βάμμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
boja, tinkturu, tinktura, tinkture, preparat

βάμμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veig, jurtaveig

βάμμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atspalvis, tinktūra, tinktūros, trauktinė

βάμμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nokrāsa, tonis, tinktūra, tinktūras, tinktūru, piegarša

βάμμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тинктура, тинктурата

βάμμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urmă, nuanţă, tinctură, tinctura, tinctura de, tinctură de, tincture

βάμμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tinktura, tinkture

βάμμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tinktúra, tinktura

Στατιστικά δημοτικότητας: βάμμα

Τυχαίες λέξεις