Пикник στα ελληνικά
Μετάφραση: пикник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδρομή, πικνίκ, για πικνίκ, picnic
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- второгодник στα ελληνικά - μαθήτρια, μαθητής, Αναμεταδότες, Επαναλήπτες, επαναληπτών, Οι επαναλήπτες, αναμεταδοτών
- выверт στα ελληνικά - στροφή, στρίβω, σειρά, κάπαρη, πλοκή, καμπή, υπεκφυγή, ...
- дезактивация στα ελληνικά - απολύμανση, απολύμανσης, απορρύπανσης, την απολύμανση, απορρύπανση
- дубонос στα ελληνικά - είδος σπίνου
Τυχαίες λέξεις
Пикник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδρομή, πικνίκ, για πικνίκ, picnic
Μεταφράσεις: εκδρομή, πικνίκ, για πικνίκ, picnic