Λέξη: βαριά

Σχετικές λέξεις: βαριά

βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει, βαριά βιομηχανία, βαριά πόδια, βαριά ποτά βαριά τσιγαρά - γλυκερία, βαριά ποτά βαριά τσιγάρα, βαριά νοητική υστέρηση, βαριά βαλίτσα, βαριά καταθλιψη, βαριά μυασθένεια, βαριά πνευμονία

Συνώνυμα: βαριά

βαρέως

Μεταφράσεις: βαριά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seriously, heavily, heavy, severe, serious, gross
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seriamente, fuertemente, pesadamente, muy, gran medida, en gran medida
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ernst, schwer, stark, sehr stark, hoch, schwerfällig
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
séreux, grièvement, gravement, sérieusement, fortement, lourdement, très, largement, beaucoup
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
serio, seriamente, pesantemente, fortemente, molto, pesante, forte
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pesadamente, fortemente, muito, altamente, bastante
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hard, zwaar, sterk, zware, zwaarder
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
серьёзно, серьезно, всерьез, толком, вплотную, сильно, тяжело, значительной степени, степени, большой степени
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tungt, sterkt, kraftig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tungt, kraftigt, starkt, mycket, hårt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakavasti, pahasti, raskaasti, voimakkaasti, vahvasti, erittäin, runsaasti
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stærkt, kraftigt, meget, tungt, høj grad
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vážně, těžce, silně, těžko, výrazně, značně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gruntownie, sumiennie, zasadniczo, serio, poważnie, bardzo, mocno, ciężko, silnie, dużym stopniu, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
súlyosan, nagyon, erősen, nagymértékben, erőteljesen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağır, yoğun, çok, yoğun olarak, ağırlıklı olarak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сильно, дуже
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rëndë, shumë, kryesisht, të rëndë, mjaft
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
силно, тежко, сериозно, голяма степен, до голяма степен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцна, вельмі, дужа
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõsiselt, raskelt, rängalt, tugevalt, suuresti, tugevasti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
teško, jako, snažno, uvelike, velikoj mjeri
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þungt, mjög, mikið, miklu leyti, að miklu leyti
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
graviter
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stipriai, labai, daug, smarkiai, aktyviai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smagi, spēcīgi, ļoti, stipri, lielā mērā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во голема мера, многу, во голема мера се, силно, тешко
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
puternic, foarte mult, mare măsură, masiv, greu
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
močno, zelo, veliki meri, v veliki meri, je močno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vážne, ťažko, tvrdo

Στατιστικά δημοτικότητας: βαριά

Τυχαίες λέξεις