Пилильщик στα ελληνικά
Μετάφραση: пилильщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφαίρα, γυμνοσάλιαγκας, γεωμέτρης, ο γεωμέτρης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиакомпания στα ελληνικά - αερογραμμή, αεροπορική εταιρεία, αεροπορικά, αεροπορικών εταιρειών, αεροπορικής εταιρείας
- возделывать στα ελληνικά - ανατρέφω, θεραπεύω, επεξεργάζομαι, μέχρι, σκαλίζω, καλλιεργώ, πισινός, ...
- гетто στα ελληνικά - γκέττο, γκέτο, γκέτο της, του γκέτο
- диадема στα ελληνικά - στέμμα, τιάρα, tiara, τιάρας, την τιάρα
Τυχαίες λέξεις
Пилильщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφαίρα, γυμνοσάλιαγκας, γεωμέτρης, ο γεωμέτρης
Μεταφράσεις: σφαίρα, γυμνοσάλιαγκας, γεωμέτρης, ο γεωμέτρης