Λέξη: αρδεύω

Σχετικές λέξεις: αρδεύω

αρδεύω συνώνυμα

Συνώνυμα: αρδεύω

ποτίζω

Μεταφράσεις: αρδεύω

αρδεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
irrigate

αρδεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
irrigar, regar, riego, riego de, el riego

αρδεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begießen, gießen, bewässern, Bewässerung, zu bewässern, bewässert, spülen

αρδεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abreuver, arroser, irriguer, irrigation, irriguer les, l'irrigation

αρδεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annaffiare, irrigare, irrigazione, l'irrigazione, irrigare le, irrigare i

αρδεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irrigar, molhar, ferro, férreo, irrigação, regar, irrigate, irrigação de

αρδεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wateren, bevloeien, besproeien, begieten, gieten, sproeien, irrigeren, te irrigeren

αρδεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
орошать, промывать, обводнять, оросить, орошения, полива, орошают

αρδεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vanne, skylle, å vanne, overrisle, dreneres

αρδεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevattna, vattna, bevattning, spola, skölj

αρδεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kastella, huuhdella, huuhtele, kasteluun, kastele, kastelemalla

αρδεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overrisle, vande, skylles, vanding, overrisling

αρδεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zavlažovat, kropit, zalévat, zavlažit, zavlažování, výplach, vyplachovat

αρδεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nawadniać, irygować, przepłukiwać, przepłukać, natryskiwać, nawodniać, nawadniania, irygacji, irrigate

αρδεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áztat, öntöz, öntözni, öntözésére, öblítsen

αρδεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sulamak, sulama, sulanması, sulanmasında, sulaması

αρδεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непорушно, зрошувати, зрошуватимуть, зрошують

αρδεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ujit, vadis, ujitur, të ujitur, ujitjen

αρδεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поливам, поя, се напоява, промийте хирургическото, оросяват и овлажняват

αρδεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абрашаць

αρδεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
niisutama, loputada, loputage, niisutamiseks, niisutada

αρδεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispirati, navodnjavati, orositi, navodnjavanje, navodniti

αρδεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skola, irrigate, að skola, skola þau, á að skola

αρδεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drėkinti, laistyti, drėkinimą, praplaukite plotą, praplaukite

αρδεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apūdeņot, skalot, apūdeņošanai, irigāciju

αρδεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наводнување, наводнува, наводнување на, наводнуваат

αρδεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iriga, irigarea, irigați, a iriga, irige

αρδεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
namakanje, namakanja, namakali, namakati, izpirajte

αρδεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zavlažiť, zavlažit, zaliať, zaplaviť
Τυχαίες λέξεις