Питающий στα ελληνικά

Μετάφραση: питающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλαβή, παράδοση, θρεπτικός, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
Питающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • агрокультура στα ελληνικά - γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, η γεωργία
  • воинствующий στα ελληνικά - πολεμικός, μαχητικός, στρατευμένος, μαχητική, μαχητικές, στρατευμένη
  • восторжествовать στα ελληνικά - θρίαμβος, θριαμβεύω, θρίαμβο, θριάμβου, νίκη, θρίαμβό
  • выпот στα ελληνικά - διάχυση, εκροή, συλλογή, έκχυση, διάχυσης
Τυχαίες λέξεις
Питающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλαβή, παράδοση, θρεπτικός, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας