Пищеварение στα ελληνικά
Μετάφραση: пищеварение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώνεψη, πέψη, χώνευση, πέψης, την πέψη, πέψεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- армянка στα ελληνικά - αρμενικός, Αρμενίων, των Αρμενίων, αρμενική, αρμενικής
- близиться στα ελληνικά - πλησιάζω, επισύρω, έλκω, προσέγγιση, τραβώ, μέθοδος, προσεγγίζω, ...
- витать στα ελληνικά - ύψη, ανεβαίνουν, πετάξει στα ύψη, πετούν στα ύψη, να πετάξει στα ύψη
- вопрошать στα ελληνικά - ερώτημα, ερώτηση, ζήτημα, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω
Τυχαίες λέξεις
Пищеварение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώνεψη, πέψη, χώνευση, πέψης, την πέψη, πέψεως
Μεταφράσεις: χώνεψη, πέψη, χώνευση, πέψης, την πέψη, πέψεως