Λέξη: προπονούμενος
Μεταφράσεις: προπονούμενος
προπονούμενος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
training, proponoumenos
προπονούμενος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
instrucción, adiestramiento, enseñanza, entrenamiento, preparación, proponoumenos
προπονούμενος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schulung, ausbildung, proponoumenos
προπονούμενος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apprentissage, exercice, entraînement, formation, dressage, enseignement, stage, instruction, recyclage, proponoumenos
προπονούμενος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allenamento, educazione, istruzione, addestramento, formazione, proponoumenos
προπονούμενος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proponoumenos
προπονούμενος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opleiding, proponoumenos
προπονούμενος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учеба, выучка, подготовка, учёба, подготовленность, практикум, выездить, дрессировка, тренировка, наводка, закалка, учение, занятие, кроссовки, обучение, воспитание, proponoumenos
προπονούμενος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opplæring, trening, proponoumenos
προπονούμενος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
träning, övning, proponoumenos
προπονούμενος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
treenaus, harjoitus, harjaantuneisuus, koulutus, proponoumenos
προπονούμενος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uddannelse, træning, proponoumenos
προπονούμενος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
instruktáž, výcvik, drezúra, nácvik, školení, výchova, proponoumenos
προπονούμενος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyszkolenie, praktyka, trening, ćwiczenie, instruktaż, staż, szkolenie, tresowanie, przeszkolenie, kształcenie, tresura, trenowanie, wytrenowanie, proponoumenos
προπονούμενος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
begyakoroltatás, idomítás, felfuttatás, proponoumenos
προπονούμενος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
proponoumenos
προπονούμενος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зайняття, підготовка, учбовий, навчання, proponoumenos
προπονούμενος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stërvitje, proponoumenos
προπονούμενος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обучение, тренировка, proponoumenos
προπονούμενος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
proponoumenos
προπονούμενος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dresseerimine, treenimine, proponoumenos
προπονούμενος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
usavršavanja, vježbanje, obuka, obučavanje, proponoumenos
προπονούμενος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
proponoumenos
προπονούμενος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
treniravimas, proponoumenos
προπονούμενος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
treniņš, proponoumenos
προπονούμενος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
proponoumenos
προπονούμενος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proponoumenos
προπονούμενος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
proponoumenos
προπονούμενος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cvičení, kurz, školení, výcvik, proponoumenos
Τυχαίες λέξεις