Плена στα ελληνικά
Μετάφραση: плена, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβιά, δέρμα, γδέρνω, αιχμαλωσία, αιχμαλωσίας, συνθήκες αιχμαλωσίας, Η αιχμαλωσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ганглий στα ελληνικά - γάγγλιο, γαγγλίου, γαγγλίων, γαγγλιακών, γαγγλιακά
- графически στα ελληνικά - γραφικά, γραφικής, γραφικώς, γραφική, γραφικής παραστάσεως
- гуммиарабик στα ελληνικά - κολλώ, μαστίχα, κόλλα, αραβικό κόμμι, το αραβικό κόμμι, αραβικού κόμμεος, είναι το αραβικό κόμμι
- деформирует στα ελληνικά - παραμορφώνεται, παραμορφώνει, παραμορφωθεί, παραμορφώνεται το
Τυχαίες λέξεις
Плена στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβιά, δέρμα, γδέρνω, αιχμαλωσία, αιχμαλωσίας, συνθήκες αιχμαλωσίας, Η αιχμαλωσία
Μεταφράσεις: προβιά, δέρμα, γδέρνω, αιχμαλωσία, αιχμαλωσίας, συνθήκες αιχμαλωσίας, Η αιχμαλωσία