Λέξη: στένωση
Σχετικές λέξεις: στένωση
στένωση του πυλωρού, στένωση ουρήθρας, στένωση του σπονδυλικού σωλήνα, στένωση μεσοσπονδύλιου δίσκου, στένωση πυελοουρητηρικής συμβολής, στένωση μιτροειδούς, στένωση αορτής, στένωση μιτροειδούς βαλβίδας, στένωση οισοφάγου, στένωση του ισθμού της αορτής
Συνώνυμα: στένωση
μίγμα αυγών για τηγάνισμα, μίγμα αυγών, κλίση τοίχου, ροπαλοφόρος, στένωμα, σύσφιγξη, σφίξιμο
Μεταφράσεις: στένωση
στένωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
obstruction, stenosis, narrowing, constriction, narrowing of, stricture
στένωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
obstáculo, impedimento, estorbo, estenosis, la estenosis, estenosis de, una estenosis, de estenosis
στένωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
widerstand, hemmnis, behinderung, verzögerung, hindernis, blockierung, Stenose, Stenosen, Verengung, Stenosis
στένωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouchon, barrière, empêchement, encombre, achoppement, obstacle, engorgement, accroc, traverse, haie, obstruction, constipation, entrave, embarras, anicroche, sténose, une sténose, la sténose, sténoses, de sténose
στένωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impedimento, inciampo, ostacolo, stenosi, la stenosi, una stenosi, di stenosi, stenosi della
στένωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obstáculo, estenose, estenoses, de estenose, stenosis, a estenose
στένωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hindernis, hinderpaal, beletsel, obstakel, stenose, vernauwing, een stenose, stenosis, sténose
στένωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
затруднение, обструкция, завал, закупорка, препятствие, заграждение, преграда, помеха, засорение, непроходимость, стеноз, стеноза, стенозом, стенозе, стенозы
στένωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hindring, stenose, stenosis, stenoser, innsnevring, stenosen
στένωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hinder, stenos, stenosen, förträngning, stenosis, pylorusstenos
στένωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
este, aita, ahtauma, stenoosi, ahtauman, stenosis, stenoosin
στένωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forhindring, hindring, stenose, stenosis, stenosen, af stenose
στένωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zácpa, překážka, ucpání, stenóza, zúžení, stenózy, stenózu, stenózou
στένωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zatamowanie, zaparcie, niedrożność, zawada, utrudnianie, przeszkoda, zatkanie, przeszkadzanie, obstrukcja, zwężenie, stenoza, zwężenia, zwężeniem, stenozy
στένωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szűkület, stenosis, szűkülete, sztenózis, stenosisban
στένωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
engel, darlık, stenoz, stenozu, darlığı, stenozun
στένωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перешкода, обструкція, непрохідність, просування, стеноз
στένωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stenozë, stenoza, ngushtim kanali, stenozat
στένωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заграждение, стеноза, стеноза на, стенози, със стеноза, стеснение
στένωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стэноз
στένωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
takistus, kitsenemus, stenoos, stenoosi, stenoosiga, stenoosiga patsiendid
στένωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prepreka, zapreka, smetnja, začepljenje, stenoza, stenozu, stenoze, suženje, stenozom
στένωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þrengsli, þröng, þrengsli í, þrenging, Æðaþrengsli
στένωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kliūtis, stenozė, stenozės, susiaurėjusi, angos stenozė, stosis
στένωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķērslis, stenoze, stenozi, stenozes, vienīgās, atveres stenoze
στένωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стеноза, стенозата, стенози, стеноза на
στένωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obstacol, impediment, stenoză, stenoza, stenozei, stenoze, stenoză de
στένωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stenoza, stenozo, stenoze, zožitev
στένωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stenóza, chlopne, stenózy, aorty
Στατιστικά δημοτικότητας: στένωση
Τυχαίες λέξεις