Поворачивающийся στα ελληνικά
Μετάφραση: поворачивающийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαναστατικός, περιστροφικός, περιστρεφόμενος, στροφή, περιστροφή, γυρίζοντας, μετατροπή, μετατρέποντας
Μεταφράσεις
- бумагомарание στα ελληνικά - κακογραφία, scribbling, κακογραφίας, μουτζούρωμα, την κακογραφία
- виртуозность στα ελληνικά - δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνίας, τη δεξιοτεχνία, η δεξιοτεχνία, βιρτουοζιτέ
- возмужалый στα ελληνικά - ωριμάζω, ώριμος, μεστός, μεστώνω, καλλιεργούνται-up, ώριμο, ενήλικα, ...
- дивизионный στα ελληνικά - διαιρεμένη, τμηματικής, τμηματική, τμηματικών, τμηματικές
Τυχαίες λέξεις
Поворачивающийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαναστατικός, περιστροφικός, περιστρεφόμενος, στροφή, περιστροφή, γυρίζοντας, μετατροπή, μετατρέποντας
Μεταφράσεις: επαναστατικός, περιστροφικός, περιστρεφόμενος, στροφή, περιστροφή, γυρίζοντας, μετατροπή, μετατρέποντας