Повязывать στα ελληνικά

Μετάφραση: повязывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, γραβάτα, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
Повязывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вагон-платформа στα ελληνικά - κάρο, βαγόνι, φορτάμαξας, wagon, βαγονιού
  • для στα ελληνικά - σε, προς, για, να, με
  • ей-богу στα ελληνικά - από, με, κατά, από την, του
  • ералаш στα ελληνικά - ακαταστασία, μπερδεύω, ανακατεύω, συγχέω, πίτα, πίτας, πιτών, ...
Τυχαίες λέξεις
Повязывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, γραβάτα, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει