Λέξη: αντιλαμβάνομαι
Σχετικές λέξεις: αντιλαμβάνομαι
το αντιλαμβάνομαι, κατανοώ αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι κλίση, αντιλαμβάνομαι λεξικο, αντιλαμβάνομαι conjugation, αντιλαμβάνομαι συνώνυμο, αντιλαμβάνομαι αγγλικά
Συνώνυμα: αντιλαμβάνομαι
τσακώνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, πραγματοποιώ, εννοώ, διορώ, βλέπω, καταλαίνω, φοβάμαι
Μεταφράσεις: αντιλαμβάνομαι
αντιλαμβάνομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
perceive, realize, aware, understand, I understand
αντιλαμβάνομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sentir, percibir, realizar, darse cuenta de, darse cuenta, cuenta, cuenta de
αντιλαμβάνομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
realisieren, merken, erkennen, verwirklichen, wissen
αντιλαμβάνομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aperçoivent, discerner, appréhender, apercevez, remarquer, percevoir, apercevoir, réaliser, rendre compte, comprendre, se rendre compte, conscience
αντιλαμβάνομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
percepire, avvertire, realizzare, rendersi conto, capire, realizzare il, comprendere
αντιλαμβάνομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
convencer, em, por, perceber, pelo, ver, realizar, percebeu, percebem, percebe
αντιλαμβάνομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
realiseren, beseffen, verwezenlijken, te realiseren, besef
αντιλαμβάνομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ощутить, прочувствовать, различать, почувствовать, воспринять, замечать, понимать, осязать, ощущать, воспринимать, постигать, познать, разглядеть, познавать, реализовать
αντιλαμβάνομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
realisere, innse, innser, skjønner, klar
αντιλαμβάνομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
märka, inse, inser, förverkliga, realisera, att inse
αντιλαμβάνομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
havaita, hoksata, aistia, äkätä, todeta, hahmottaa, ymmärtää, toteuttaa, ymmärtävät
αντιλαμβάνομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indse, realisere, klar over, indser
αντιλαμβάνομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vnímat, postřehnout, pochopit, vidět, realizovat, uvědomit si, uskutečnit, uvědomit
αντιλαμβάνομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zauważać, zauważyć, postrzegać, dostrzegać, schwycić, percypować, odczuć, spostrzegać, realizować, zrealizować, zdać sobie sprawę, zrozumieć, uświadomić sobie
αντιλαμβάνομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rájönnek, megvalósítani, észre, megvalósítása
αντιλαμβάνομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gerçekleştirmek, fark, farkında, farkına, elde
αντιλαμβάνομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
усвідомлювати, відчувати, відчути, розуміти, реалізувати, продати, реалізовувати
αντιλαμβάνομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndiej, realizoj, kuptojnë, kuptojë, të realizuar, e kuptojnë
αντιλαμβάνομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осъзнавам, осъзнават, осъзнаят, осъзнае, осъзнаем
αντιλαμβάνομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэалізаваць, прадаць
αντιλαμβάνομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märkama, tajuma, mõistma, realiseerida, mõistad
αντιλαμβάνομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nazrijeti, osjetiti, opažati, razumjeti, vidjeti, shvatiti, ostvariti, shvate, shvatili, shvaćaju
αντιλαμβάνομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
átta sig, átta sig á, grein fyrir, gera sér grein, gera sér grein fyrir
αντιλαμβάνομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suprasti, suvokti, realizuoti, įgyvendinti
αντιλαμβάνομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apzināties, realizēt, saprast, īstenot
αντιλαμβάνομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реализира, се реализира, реализираат, сфати, сфатат
αντιλαμβάνομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
realiza, dau seama, dai seama, dăm seama, da seama
αντιλαμβάνομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uresničiti, zavedaš, zavedajo, zavedati, realizirati
αντιλαμβάνομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
realizovať, uskutočniť, vykonávať, zrealizovať, implementovať