Подавление στα ελληνικά
Μετάφραση: подавление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπίεση, περιστολή, καταδυνάστευση, απόκρυψη, μείωση, αναγωγή, καταστολή, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- археология στα ελληνικά - αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
- благосостояние στα ελληνικά - πλάτος, πλούτος, ευγονία, συρροή, γονιμότητα, εύρος, ευφορία, ...
- гондольер στα ελληνικά - γονδολιέρης, γονδολιέρη, γονδολιέρηδες
- живодёрня στα ελληνικά - zhivodёrnya
Τυχαίες λέξεις
Подавление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπίεση, περιστολή, καταδυνάστευση, απόκρυψη, μείωση, αναγωγή, καταστολή, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Μεταφράσεις: καταπίεση, περιστολή, καταδυνάστευση, απόκρυψη, μείωση, αναγωγή, καταστολή, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή