Λέξη: δασολογία
Σχετικές λέξεις: δασολογία
δασολογία ορεστιάδας, μεταπτυχιακό δασολογία, δασολογία και διαχείριση φυσικών πόρων, δασολογία απθ
Μεταφράσεις: δασολογία
δασολογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forestry, Dosage, dosage instructions, dosage instruction, dosage instructions are
δασολογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
silvicultura, forestal, la silvicultura, forestales, bosques
δασολογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
forstwirtschaft, forstwesen, forstwissenschaft, Forstwirtschaft, Forst, forstwirtschaftliche, forstwirtschaftlichen, Wald
δασολογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sylviculture, foresterie, forestier, la foresterie, forestière
δασολογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
silvicoltura, forestale, forestali, la silvicoltura, selvicultura
δασολογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
silvicultura, florestal, florestais, florestas, da silvicultura
δασολογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bosbouw, de bosbouw, bosbouwtrekkers, bosbouwtrekkers op, bosbouwmachines
δασολογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лесничество, лесовод, леса, лесоводство, лесное хозяйство, лесохозяйственная, лесного хозяйства, лесное, лесного
δασολογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skogbruk, skogbruket, skogs, skogbruks, av skogs
δασολογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skogsbruk, skogsbruket, skogs, skogsbruks, skogs-
δασολογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
metsätalous, metsänhoito, metsätalouden, metsätieteet, metsä-
δασολογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forstvæsen, skovbrug, skovbruget, skovdrift, skovningsmaskiner i, skovbrugets
δασολογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lesnictví, lesní, lesnické, lesního hospodářství, lesního
δασολογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
leśnictwo, leśne, leśnictwa, lasu, leśnej
δασολογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erdészet, Erdészeti, erdőgazdasági, erdőgazdálkodás, erdőgazdálkodási
δασολογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ormancılık, ormancılığın, Orman, Ormancilik, Forestry
δασολογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лісництво, лісу, лісівництво, ліси, лісове господарство, лiсове господарство, лiсове господарство Сiльське господарство, лiсове господарство Сiльське
δασολογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pylltari, Pylltaria, Pylltarisë, pyjet, pyjeve
δασολογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лесовъдство, горското стопанство, горското, горско стопанство, горския
δασολογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лясная гаспадарка, лясную гаспадарку, лясной гаспадаркай, распараджаецца лясной гаспадаркай
δασολογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
metsandus, metsamajanduslike, metsanduse, metsanduses, metsandus-
δασολογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šumarstva, šumarstvo, šumarstvu, za šumarstvo, sumarstva
δασολογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skógrækt, skógfræði, skógræktar, Nýting skógar, Skógræktarfélag
δασολογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
miškininkystė, miškininkystės, miško, miškų, miškų ūkio
δασολογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mežkopība, mežniecība, mežizstrādes, mežsaimniecības, mežsaimniecība
δασολογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шумарството, шумарство, шумарски, шумски, шумарскиот
δασολογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
silvicultură, forestiere, Utilaje forestiere, forestier, silvicultura
δασολογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gozdarstvo, gozdarstvu, gozdarstva, gozdarska, gozdarski
δασολογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lesníctvo, lesníctva, lesného hospodárstva, lesníctve, lesné hospodárstvo
Τυχαίες λέξεις