Подвальчик στα ελληνικά
Μετάφραση: подвальчик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, καταδύομαι, καταγώγιο, κελάρι, κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, καταδύσεων
Μεταφράσεις
- безвыездный στα ελληνικά - μόνιμος, χωρίς να κλείνετε, χωρίς να εγκαταλείψει
- бунтовской στα ελληνικά - στασιαστικός, buntovskoy
- дегтебетон στα ελληνικά - άσφαλτος, ασφαλτόστρωτου
- забирать στα ελληνικά - συλλέγω, υπαναχωρώ., κατάσχω, δημεύω, παίρνω, αποσύρω, υπαναχωρώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Подвальчик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, καταδύομαι, καταγώγιο, κελάρι, κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, καταδύσεων
Μεταφράσεις: βουτώ, καταδύομαι, καταγώγιο, κελάρι, κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, καταδύσεων