Λέξη: εκπληρώνω

Σχετικές λέξεις: εκπληρώνω

εκπληρώνω συνώνυμο, εκπληρώνω english

Συνώνυμα: εκπληρώνω

εκπληρώ, πραγματοποιώ

Μεταφράσεις: εκπληρώνω

εκπληρώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fulfil, fulfill, fulfilling, am fulfilling

εκπληρώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
efectuar, ejecutar, cumplir, realizar, cumplir con, satisfacer, cumplimiento, cumplimiento de

εκπληρώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erfüllen, zu erfüllen, erfüllt, Erfüllung

εκπληρώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faire, exécuter, combler, effectuer, satisfaire, remplir, réaliser, accomplir, contenter, apaiser, respecter, se acquitter de

εκπληρώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compiere, soddisfare, adempiere, realizzare, svolgere

εκπληρώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cumprir, cumpriu, realizar, cumprir as, preenchem

εκπληρώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervullen, volbrengen, voldoen, voldoen aan, te vervullen

εκπληρώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удовлетворять, совершить, осуществлять, выполнять, исполнять, соблюсти, свершать, завершать, осуществить, исполнить, выполнить, свершить, выполнения, выполняют

εκπληρώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innfri, oppfylle, oppfyller, å oppfylle, utføre, tilfreds

εκπληρώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfylla, fullgöra, uppfyller, fullfölja, utföra

εκπληρώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toteuttaa, täyttää, täyttävät, noudattamatta, täytä, täytettävä

εκπληρώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfylde, opfylder, at opfylde, udføre, opfyldt

εκπληρώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uspokojit, provést, splnit, vykonat, splňovat, plnit, vyplňovat, naplnit, vyplnit, splňují, splnění

εκπληρώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spełnić, wykonywać, spełniać, wykonać, zaspokajać, realizować, pełnić, odpowiadać

εκπληρώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eleget tesz, eleget, teljesítik, teljesíti, teljesíteni

εκπληρώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerine getirmek, yerine, karşılamak, yerine getirmesi, yerine getirilmesi

εκπληρώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виконувати, здійснювати, здійсніть, вдовольняти, виконуватиме, виконуватимуть

εκπληρώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmbush, plotësoj, përmbushur, të përmbushur, përmbushë

εκπληρώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпълнила, изпълнява, изпълнило, изпълнят, изпълни

εκπληρώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выконваць

εκπληρώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täitma, täita, täitmiseks, vastavad, vasta

εκπληρώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ostvariti, ispunjavati, ostvarivati, ispuniti, ispuni, ispunjavaju, ispune

εκπληρώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullnægja, efna, uppfylla, að uppfylla, uppfylli, uppfyllt

εκπληρώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvykdyti, atitinka, vykdyti, atitikti, atlikti

εκπληρώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izpildīt, piepildīt, pildīt, izpildījusi, izpildītu

εκπληρώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исполнуваат, ги исполнуваат, исполни, исполнување на, ги исполни

εκπληρώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndeplini, îndeplinească, îndeplinit, să îndeplinească, și îndeplini

εκπληρώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izpolnjujejo, izpolniti, izpolnjevanje, izpolni, izpolnjevati

εκπληρώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spĺňať, spĺňajú, vyhovovať, súlade, v súlade
Τυχαίες λέξεις