Подвешивать στα ελληνικά
Μετάφραση: подвешивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστέλλω, κρεμώ, απαγχονίζω, κρέμασμα, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биться στα ελληνικά - μάχομαι, διαταράσσω, δέρνω, χτυπώ, μάντρα, νικώ, λίμπρα, ...
- временами στα ελληνικά - πότε-, περιοδικά, κατά καιρούς, μερικές φορές, κατά περιόδους, φορές, ενίοτε
- делопроизводство στα ελληνικά - λογιστική, γραφική εργασία, εργασία γραφείου, υπαλληλική εργασία, ετοιμασία και διεκπεραίωση, γραφειακή εργασία
- досмотрщик στα ελληνικά - επιθεωρητής, επιστάτης, θυρωρός, επόπτης, ελεγκτής, εξεταστής, εξεταστή, ...
Τυχαίες λέξεις
Подвешивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστέλλω, κρεμώ, απαγχονίζω, κρέμασμα, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Μεταφράσεις: αναστέλλω, κρεμώ, απαγχονίζω, κρέμασμα, Hang, Κρεμάστε, κολλάει