Πειθώ στα αγγλικά

Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
persuade, sway, convince, talk into, persuading
Πειθώ στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: πειθώ

convince
  • πείθω
  • καταπείθω
persuade
  • παραπείθω
  • πείθω
determine
  • ορίζω
  • προσδιορίζω
  • καθορίζω
  • πείθω
  • υπολογίζω
talk into
  • πείθω

Σχετικές λέξεις: πειθώ

πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας αγγλικά, πειθώ στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • παύση στα αγγλικά - pause, ebb, cessation, stop, dismissal, suspension
  • παύω στα αγγλικά - cease, pause, depose, desist, incessantly
  • πείνα στα αγγλικά - hunger, famine, starvation, hungry, starving
  • πείραμα στα αγγλικά - experiment, test, experiment was, the experiment, experiment is
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: persuade, sway, convince, talk into, persuading