Подергивать στα ελληνικά
Μετάφραση: подергивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τράβηγμα, τραβώ, σπασμός, τίναγμα, συσπώνται, να συσπώνται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вегетарианский στα ελληνικά - χορτοφάγος, Χορτοφαγική, χορτοφάγους, για χορτοφάγους, χορτοφαγικά
- втягивание στα ελληνικά - συνέπεια, υπόνοια, ανάκληση, συστολής, ανάκλησης, σύσπασης, επανάταξης
- дерзко στα ελληνικά - saucily
- домкрат στα ελληνικά - γρύλος, Jack, ο Jack, του Jack, γρύλο
Τυχαίες λέξεις
Подергивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τράβηγμα, τραβώ, σπασμός, τίναγμα, συσπώνται, να συσπώνται
Μεταφράσεις: τράβηγμα, τραβώ, σπασμός, τίναγμα, συσπώνται, να συσπώνται