Λέξη: λίκνο

Σχετικές λέξεις: λίκνο

λίκνο mothercare, λίκνο μωρού, λίκνο ορισμός, λίκνο polly swing - chicco, λίκνο leander, λίκνο βρεφικό, λίκνο λευκοχώρι, λίκνο stokke, λίκνο chicco, λίκνο μωρού τιμες

Συνώνυμα: λίκνο

σπάργανα, αρχή

Μεταφράσεις: λίκνο

λίκνο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cradle, birthplace, the cradle, bed, cradle of

λίκνο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuna, madre, base, soporte, la cuna, horquilla

λίκνο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herkunft, wiege, telefongabel, wiegen, Wiege, Cradle, Ladestation, Aufnahmevorrichtung

λίκνο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brimbaler, origine, dandiner, osciller, berceau, balancer, fourche, fourchette, provenance, dodeliner, bercer, support, socle, berceau de, station

λίκνο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
culla, base, supporto, cradle, cullare

λίκνο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
berço, suporte, base, cradle, do berço

λίκνο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herkomst, wieg, bakermat, houder, cradle, slede

λίκνο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колыбель, происхождение, люлька, исток, зыбка, колыбелью, колыбели, рама

λίκνο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vugge, holderen, krybben, vuggen

λίκνο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vagga, vaggan, hållaren, hållare

λίκνο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kehikko, kätkyt, kehto, liekku, alkuperä, keinuttaa, kehdosta, telineeseen, telineen, kehdossa

λίκνο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vugge, holderen, holder, vuggen, cradle

λίκνο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kolébka, vidlice, pochovat, kolébat, ukolébat, kolébkou, kolébky, kolébku, kolébce

λίκνο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kołysać, kołyska, kołysanie, widełki, kolebka, łoże, kolebką, cradle

λίκνο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bölcső, bölcsője, bölcsőtől, bölcsőt, bölcsőben

λίκνο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaynak, beşik, köken, asıl, beşiği, kızağı, kızak, cradle

λίκνο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колиска, колиску, колиски

λίκνο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
djep, djepi, djepin, djep të, burim

λίκνο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
люлка, люлката, гнездо, поставка, гнездото

λίκνο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калыска, калыску, зыбка, зыбку, колыбель

λίκνο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
häll, jahikelk, hällist, hälli, hoidikusse, hällis

λίκνο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podloga, kolijevka, kolijevkom, kolijevke, Postolje, kolijevku

λίκνο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vagga, vöggu

λίκνο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cunabula

λίκνο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lopšys, lopšinė, lopšio, lopšiu, cradle, laikiklio

λίκνο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šūpulis, šūpulī, šūpuļa, turētāju, šūpuli

λίκνο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колевка, лулка, држач, држач со, лулката

λίκνο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
leagăn, suport, suportul, leagan, cradle

λίκνο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zibelka, cradle, zibelke, zibelko, zibelki

λίκνο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolíska, kolébka

Στατιστικά δημοτικότητας: λίκνο

Τυχαίες λέξεις