Поджаривать στα ελληνικά

Μετάφραση: поджаривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχάρα, τοστ, καβουρντίζω, καβουρδίζω, τηγανίζω, μαρίδα, πρόποση, ψήνω, ανακρίνω, φρυγανιά, φρυγανιές, ψωμί
Поджаривать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акведук στα ελληνικά - οχετός, υδραγωγείο, υδραγωγείου, το υδραγωγείο, του υδραγωγείου
  • армадилл στα ελληνικά - μικρό φολιδωτό ζώο της Νότιας Αμερικής, Armadillo, αρμαδίλου, αρμαδίλος, αρμαντίλο
  • времяпрепровождение στα ελληνικά - χόμπι, ενασχόληση, απασχόληση, διασκέδαση, παιχνίδι, ασχολία
  • гавканье στα ελληνικά - υφάδι, woof, υφαδίου, κρόκη, γαβ
Τυχαίες λέξεις
Поджаривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχάρα, τοστ, καβουρντίζω, καβουρδίζω, τηγανίζω, μαρίδα, πρόποση, ψήνω, ανακρίνω, φρυγανιά, φρυγανιές, ψωμί