Λέξη: άσφαλτος

Σχετικές λέξεις: άσφαλτος

άσφαλτος ετυμολογία, άσφαλτος μπαμπινιώτης, άσφαλτος 50/70, διακοσμητική άσφαλτοσ, άσφαλτος τιμή, ψυχρή άσφαλτοσ, ουδείς άσφαλτος, άσφαλτος αγγλικά, άσφαλτος λεξικό, άσφαλτος οδοστρωσίας

Συνώνυμα: άσφαλτος

ασφάλτος, πίσσα

Μεταφράσεις: άσφαλτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asphalt, tarmac, bitumen, asphalt road, asphalt is, asphalted road
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asfalto, asfaltar, de asfalto, el asfalto, del asfalto, asfáltico
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
asphaltieren, asphalt, Asphalt, asphaltierten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
asphaltons, asphalte, asphaltent, asphaltez, bitume, asphalter, l'asphalte, d'asphalte, asphaltée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asfalto, asfaltare, asfaltata, di asfalto, dell'asfalto, antracite
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
asfalto, de asfalto, do asfalto, o asfalto, asfaltada
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
asfalt, asphalt, geasfalteerde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дегтебетон, асфальтировать, асфальт, заасфальтировать, битум, асфальта, асфальтовая, асфальте, асфальтированная
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
asfalt, asfalten, asphalt, asfalt i
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asfalt, asfalten, asfalts
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asvaltoida, asfaltti, päällystetty, asfaltoitu, päällystää, asvaltti, asvaltoitu, asfaltin, asfalttikoneet, asphalt
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
asfalt, asfaltfarvet, asfalten, asphalt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
asfaltovat, asfalt, asfaltový, asfaltu, asfaltové, asfaltová
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
asfaltować, asfalt, asfaltowanie, wyasfaltować, asfaltowy, asfaltu, asfaltowa, asphalt
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aszfalt, aszfaltozó, aszfaltozott, aszfalt terítõ, aszfalton
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asfalt, bitumenler, asphalt
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заасфальтувати, асфальтувати, асфальтний, бітум, асфальт
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asfalt, asfaltuar, e asfaltuar, asfalti, asfaltit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
асфалт, асфалтов, Асфалтиран, асфалтова, асфалтови
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асфальт, асфальце
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asfalteerima, asfalt, bituumen, asfaldi, asfaldimasinad, asfaldilaoturid, asfaldist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
asfaltirati, asfalt, asfalta, asfaltna, asfaltiranom, asfaltni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
malbik, malbiki, asfalt
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bitumen
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asfaltas, asfalto, bitumas, asfaltbetonio, asphalt
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
asfalts, asfalta, šuvju, asphalt, bitumeni
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
асфалт, асфалтот, асфалтен, асфалтни, асфалтна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asfalt, de asfalt, asfaltat, asfaltului, asphalt
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
asfalt, asphalt, asfaltirana, asfaltna, asfalta
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
asfalt, bitúmen, asfaltu, bitúmeny, Asfaltovacie
Τυχαίες λέξεις