Подкашивать στα ελληνικά
Μετάφραση: подкашивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρώνω, κοπή, κοσμικός, έπεσα, κόβω, ξαπλώνω, κόψιμο, δώσουν τη θέση τους, να δώσουν τη θέση, υποχωρήσει, δώσουν τη, δώσουν τη θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- букинист στα ελληνικά - μεταχειρισμένα, μεταχειρισμένων, παθητικό, το παθητικό, τα μεταχειρισμένα
- высший στα ελληνικά - ανώτατος, άνω, κορυφή, ανώτερος, ψηλός, πάνω, επάνω, ...
- деревяшка στα ελληνικά - φίμωτρο, κομμάτι, κίνηση, τεμάχιο, τεμαχίου, κομματιού
- диана στα ελληνικά - Diana, Νταϊάνα, Ντιάνα, την Diana, Αρτέμιδος
Τυχαίες λέξεις
Подкашивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρώνω, κοπή, κοσμικός, έπεσα, κόβω, ξαπλώνω, κόψιμο, δώσουν τη θέση τους, να δώσουν τη θέση, υποχωρήσει, δώσουν τη, δώσουν τη θέση
Μεταφράσεις: στρώνω, κοπή, κοσμικός, έπεσα, κόβω, ξαπλώνω, κόψιμο, δώσουν τη θέση τους, να δώσουν τη θέση, υποχωρήσει, δώσουν τη, δώσουν τη θέση