Λέξη: άνθρωποι

Σχετικές λέξεις: άνθρωποι

άνθρωποι μονάχοι, άνθρωποι που ξεχωρίζουν, άνθρωποι και δελφίνια, άνθρωποι και μηχανές, άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο πρόφασιν ιδίης αβουλίης, άνθρωποι μονάχοι στίχοι, άνθρωποι άνθρωποι προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός, άνθρωποι που άλλαξαν τον κόσμο, άνθρωποι και ποντίκια, άνθρωποι και ανθρωπάκια

Συνώνυμα: άνθρωποι

λαός, κόσμος, ντουνιάς, ανθρωπότητα, ανθρώπινο γένος

Μεταφράσεις: άνθρωποι

άνθρωποι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
people, people are, of people, humans

άνθρωποι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
poblar, pueblo, mundo, gente, personas, la gente, las personas

άνθρωποι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
volk, bevölkerung, leute, wohnen, bevölkern, Menschen, Personen, Leute, Volk

άνθρωποι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peuple, peupler, peuplade, loger, nation, population, demeurer, habiter, gens, personnes, les gens, les personnes

άνθρωποι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gente, nazione, popolo, volgo, popolare, persone, le persone, la gente

άνθρωποι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
povos, pensão, gente, morar, habitar, povo, nação, pessoas, as pessoas, de pessoas

άνθρωποι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lieden, huizen, mensen, wonen, volk, resideren, lui, personen, de mensen, mensen die

άνθρωποι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
люд, жить, народ, население, нация, проживать, люди, населить, житель, заселить, заселять, прихожанин, населять, людей, человек

άνθρωποι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
folk, mennesker, personer, menneskene, folket

άνθρωποι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
folk, människor, personer, folket, människor som

άνθρωποι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väki, asuttaa, ihmiset, jengi, kansoittaa, kansa, asua, ihmisiä, ihmisten, ihmistä, henkilöä

άνθρωποι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
folk, mennesker, personer

άνθρωποι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zalidnit, obyvatelstvo, národ, lid, osídlit, lidé, lidí, osoby, lidi, lidem

άνθρωποι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naród, społeczeństwo, ktoś, populacja, zaludniać, ludzie, rodzina, lud, osoby, osób, ludzi

άνθρωποι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alárendeltek, rokonok, alkalmazottak, munkások, emberek, ember, az emberek, embereket, nép

άνθρωποι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
il, oturmak, insanlar, halk, Kişi, insanların, insan, kişiler

άνθρωποι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
народ, люди, людей

άνθρωποι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njerëzi, popull, veta, njerëz, njerëzit, populli, njerëzve, njerëz të

άνθρωποι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хора, хората, души

άνθρωποι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
людзі

άνθρωποι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahvas, inimesed, inimeste, inimesi, inimest, inimestele

άνθρωποι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljudima, ljudi, rođaci, ljude, rodbina, čovjek, osobe, narod, osoba

άνθρωποι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fólk, almenningur, þjóð, manns, fólki, menn, fólkið

άνθρωποι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
populus, natio

άνθρωποι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žmonės, žmonių, žmonėms

άνθρωποι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilvēki, ļaudis, cilvēku, cilvēkiem, cilvēkus

άνθρωποι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
луѓето, луѓе, лица, на луѓето, народ

άνθρωποι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neam, lume, oameni, popor, persoane, oamenii, persoanele, persoanelor

άνθρωποι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
národ, ljudje, ljudi, ljudem

άνθρωποι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lid, ľudia, lidi, národ, ľudí

Στατιστικά δημοτικότητας: άνθρωποι

Τυχαίες λέξεις