Λέξη: εκδύομαι

Συνώνυμα: εκδύομαι

απεκδύω, εκλεπίζω, μαδώ, στραγγίζω το μάστο αγελάδας, απογυμνώ, εκδύω, γδύνομαι, ξεγυμνώνω

Μεταφράσεις: εκδύομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
doff, disrobe, undress
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desvestirse, desnudarse, disrobe, desnudar, desvista
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entkleiden, disrobe, ausziehen, auszuziehen, zu entkleiden
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lever, décrocher, se dévêtir, se déshabiller, dévêtir, déshabiller, défroquer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
svestire, spogliarsi, svestirsi, spogliarmi, disrobe
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despir, se despir, disrobe, despi
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontkleden, kleden, disrobe, uitkleden, zich ontkleden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
снимать, раздеваться, раздеться, разоблачаться, раздевать, раздеть
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kle av, disrobe, kle, kle av deg, skal disrobe
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
disrobe, klä av sig, KLÄ, klä av, klär
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riisuutua, riisua, ottaa päältään virkapuku
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
disrobe, klæde sig
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sundat, svléci, svlékat, svléknout, svléci se, svléct
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdejmować, muskać, disrobe, rozebrać
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
levetkőztet, ruháit levegye, vetkőzzön le, vetkőzzön
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soyunmak, disrobe, elbisesini çıkarmak, soymak, üstünüzdekileri
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скиньте, роздягатися, роздягатись
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhvesh, të zhvesh, demaskohem, demaskoj, zhvishem
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
събличам, съблича, се съблича, съблече, се събличам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
распранацца, раздзявацца, павольна распранацца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabanema, Riisuutua, koorivad end paljaks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svući, svući se, svučete
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
disrobe
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusirengti, Laupīt, Noģērbt
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laupīt, noģērbt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
disrobe
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezbrăca, disrobe, se dezbrace, dezbrace, dezbraci
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Svući
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyzliecť, vyzliec, svléci, zvliecť
Τυχαίες λέξεις