Поднявшийся στα ελληνικά
Μετάφραση: поднявшийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περήφανος, καμαρωτός, ανασταίνομαι, προέκυψε κατά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедняжка στα ελληνικά - κακόμοιρος, καημένο, φτωχό, κακόμοιρο, φτωχούς μικρά
- брюзгливый στα ελληνικά - γκρινιάρης, βλοσυρός, πικρόχολος, σκυθρωπός, μεμψίμοιρος, δύστροπος, ευερέθιστος, ...
- вытащить στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, εκτινάσσω, παίρνω, εκτοξεύω, έλξη, τραβήξτε, ...
- древесина στα ελληνικά - ξύλο, ξυλεία, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
Τυχαίες λέξεις
Поднявшийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περήφανος, καμαρωτός, ανασταίνομαι, προέκυψε κατά
Μεταφράσεις: περήφανος, καμαρωτός, ανασταίνομαι, προέκυψε κατά