Αδίστακτος στα αγγλικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ruthless, unprincipled, rogue, unscrupulous
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αδίστακτος
ruthless
- αδίστακτος
- ανηλεής
- αποφασισμένος
- αποφασιστικός
- καθοριστικός
- αδίστακτος
- αδίστακτος
- αναίσθητος
- ψυχρόαιμος
- αδίστακτος
- άνευ αρχών
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, αδίστακτος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα αγγλικά - stray, ownerless, masterless, trove, trove of
- αδίκημα στα αγγλικά - offence, offense, an offense, crime, offense is, offenses
- αδαής στα αγγλικά - clumsy, callow, skilless, ignoranta, ignorant, ignorant of
- αδαμαντίνη στα αγγλικά - enamel, adamantine, tooth enamel, the enamel
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: ruthless, unprincipled, rogue, unscrupulous
Μεταφράσεις: ruthless, unprincipled, rogue, unscrupulous