Λέξη: ποσοστό

Σχετικές λέξεις: ποσοστό

ποσοστό ανεργίας 2014, ποσοστό νερού στο σώμα, ποσοστό αναπηρίας, ποσοστό ανταπόδοσης τεε, ποσοστό εκλογής δημάρχου, ποσοστό αποδείξεων 2014, ποσοστό λίπους, ποσοστό αποδείξεων 2013, ποσοστό ανεργίας, ποσοστό ανασφάλιστων

Συνώνυμα: ποσοστό

αναλογία, μερίδιο, ποσότης ενέργειας, ποσότητα ενέργειας, εκατοστιαία αναλογία, αναλογία τις εκατόν

Μεταφράσεις: ποσοστό

ποσοστό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
percentage, proportion, rate, rate of, percentage of

ποσοστό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
porcentaje, porcentaje de, porcentual, el porcentaje, porcentajes

ποσοστό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prozentzahl, vergütung, prozente, prozent, prozentsatz, provision, Prozentsatz, Prozent, prozentuale, prozentualen, in Prozent

ποσοστό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
taux, pourcentage, pour-cent, proportion, pourcentage de, le pourcentage, en pourcentage

ποσοστό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
percentuale, percentuale di, percentuali, in percentuale, la percentuale

ποσοστό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
percentagem, juros, taxa, porcentagem, percentual, percentuais, percentagem de

ποσοστό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rente, percent, percentage, procentpunt, procentuele, procenten, procentpunten

ποσοστό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
процент, содержание, доля, количество, процентное, в процентах, часть

ποσοστό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prosent, provisjon, prosentvis, prosentandel, andel, prosenten

ποσοστό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
procent, procentuell, procentandel, procentsats, procentuella

ποσοστό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
prosenttiosuus, prosentti, pitoisuus, prosenttiluku, prosenttimäärä, osuus, prosenttiyksikköä, prosenttiosuuden

ποσοστό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
procentdel, procentsats, procent, i procent, procentvise

ποσοστό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
procento, procentní, procentuální, procentní podíl, procentuální podíl

ποσοστό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
procent, odsetek, prowizja, różnica, procentowość, procentowy, procentowa, procentową

ποσοστό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
százalék, százalékos, százalékában, százalékponttal, százalékban

ποσοστό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüzde, yüzdesi, Oranı, oran, yüzdelik

ποσοστό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кількість, процент, процентний, відсоток, частка

ποσοστό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përqindje, përqindja, përqindje e, përqindja e, përqindjen

ποσοστό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
процент, проценти, процентно, процентен, процентното

ποσοστό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працэнт, адсотак, працэнтаў

ποσοστό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
protsent, osakaal, protsendipunkti, protsendina, protsendi

ποσοστό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postotak, udio, procenat, postotku, postotka

ποσοστό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlutfall, hundraðshluti, prósenta, hluti, prósentu

ποσοστό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalis, procentas, procentinė dalis, procentais, procentinis

ποσοστό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
procenti, procentuālā attiecība, procentuālais, procentuālo, procentuālā

ποσοστό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
процент, процентот, процентни, процентен, проценти

ποσοστό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
procent, proporţie, procentaj, procentuale, procente, procentul

ποσοστό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odstotek, delež, odstotno, odstotne

ποσοστό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
percento, percentuálny podiel, podiel, percentuálny, percento z

Στατιστικά δημοτικότητας: ποσοστό

Τυχαίες λέξεις